ΟΥΤΙ
Το ρεμπέτικο είναι ένα είδος
μουσικής που έχει τις ρίζες του από την εποχή του βυζαντίου. Αυτό το γνωρίζουμε
κι από τον ίδιο τον Μάρκο Βαμβακάρη που σε μια ζωντανή ηχογράφηση του αναφέρει
πως τα τραγούδια του είναι βυζαντινά . Το ρεμπέτικο αναπτύχθηκε κυρίως στα
παράλια της Μικρά Ασίας , στα μέρη όπου αναπτύχθηκε , κυρίως σύχναζαν άνθρωποι
του υποκόσμου .Άνθρωποι που έκαναν χρήση διάφορων ναρκωτικών ουσιών ,άνθρωποι
που ήταν παραδείγματα προς αποφυγήν. Παρόλα ταύτα οι περισσότεροι κάτοικοι
σιγομουρμούριζαν διάφορους σκοπούς από αυτά τα τραγούδια γιατί παρόλο που ήταν
απαγορευμένα ο περισσότερος κόσμος τα αγαπούσε. Το ρεμπέτικο μεταφέρθηκε στην
κυρίως Ελλάδα με την καταστροφή της Σμύρνης. Οι κάτοικοι της Σμύρνης μεταναστεύοντας
στην Ελλάδα μετάφεραν τα ήθη και έθιμα τους, ένα από αυτά είναι και το
ρεμπέτικο.
Το ρεμπέτικο χωρίζεται σε
τρεις κύκλους. Ο πρώτο ξεκινάει γύρω στο 1922, από τους πρόσφυγες, τους
φαντάρους, τους φυλακισμένους. Σε εκείνη την δεκαετία το τριάντα ακούγονται
δίσκοι με ονόματα μεγάλων όπως της Ρόζας Εσκενάζυ. Αυτός ο κύκλος έχει στοιχεία
σμυρναίικα, με πρώτα όργανα το ούτι και το σαντούρι. Στον δεύτερο κύκλο
κυριαρχούν το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς. Είναι η εποχή που το ρεμπέτικο αρχίζει
να βγαίνει από το περιθώριο. Εκεί δεσπόζουν τα ονόματα του βαμβακάρη, του
Δελιά, του Μπάτη, του Μπαγιαντέρα. Ο τρίτος κύκλος είναι ο κύκλος του Τσιτσάνη.
Η εποχή της πείνας, του πολέμου, του τρόμου, των φυλακών, του Εμφυλίου και του
κρεματορίου.
Τα ονόματα που σου έρχονται
στην μνήμη όταν ακούς τη λέξη ρεμπέτικο είναι Μάρκος Βαμβακάρης ,ο Βασίλης
Τσιτσάνης και ο Γιάννης Παπαϊωάννου, που είναι οι κύριοι εκπρόσωποι του
ρεμπέτικου τραγουδιού. Θα αναφερθούμε στον καθένα ξεχωριστά με χρονολογική
σειρά.
O πατέρας του ρεμπέτικου τραγουδιού; Ο ΜΕΓΑΛΟΣ
ΔΑΣΚΑΛΟΣ του μουσικού αυτού είδους που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της
λαϊκής ελληνικής παράδοσης. Με όποιον τρόπο και να αποκαλέσει κανένας τον Μάρκο
Βαμβακάρη, που πέθανε στις 8 Φεβρουάριου του 1972! Το σίγουρο είναι ότι η
τέχνη του συριανού αυτού ποιητή και μουσικού,όχι μόνο είναι ένα από τα
σημαντικότερα δείγματα αυτής της παράδοσης αλλά ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να
είναι ζωντανή. μπορεί το ρεμπέτικο τραγούδι να μην υπάρχει πια να έσβησε όταν η αφομοιώθηκε από την κοινωνία το είδος του περιθωριακού ανθρώπου που το
δημιούργησε και το υπό στήριξε όμως η μουσική του Μάρκου Βαμβακάρη δείχνει μια
δημιουργία που ξεπερνάει κατά πολύ τα όρια της απομονωμένης μικροκοινωνίας.
"Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα
σε μια φτωχή συνοικία της Άνω Χώρας , ονομαζόμενης Σκαλί το έτος 1905 στις 10
Μαΐου ημέρα Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή από γονείς πάμφτωχους¨.
Στα 1917 ο Μάρκος έρχεται
στον Πειραιά και πεθαίνει στην Κοκκινιά στις 8 Φεβρουαρίου 1972. Στην ιστορία
της ζωής του Μάρκου αναγνωρίζουν την ζωή τους οι χιλιάδες των ξεριζωμένων που
οι συνθήκες εσωτερικές και εξωτερικές
αποδιοργανώνουν τοις βάσεις της κοινωνικής τους ύπαρξης και σπρώχνουν στο
περιθώριο και την υποπρολεταριοποίηση. Για τον ίδιο μάλιστα η διαδικασία αυτή
έχει συντελεστή πριν από μια τουλάχιστον γενιά δεδομένου προς το περιβάλλον
όπου περνά τα πρώτα παιδικά του χρόνια παρουσιάζει έντονα τα σημάδια της
αστικής ανάπτυξης και αυτά από τον 19 αιώνα .Ο πατέρας του Μάρκου πότε
καλαθοπλεχτεις και πότε καρβουνιάρης , θα πεθάνει προώρα αφήνοντας τη γυναίκα
του κι έξι παιδία ,δυο κορίτσια και τέσσερα αγόρια, μέσα στην πιο μαύρη μιζέρια
.Η μανά του από τον πρώτο καιρό του γάμου της δουλεύει στις φάμπρικες και
αργότερα θα την ακολουθήσει η μεγάλη κόρη της στα δεκαεφτά της χρόνια. Από τα
αδέρφια του ο ένας θα τρελαθεί από το χασίσι ,άλλος θα γίνει εγκληματίας.
Ο Μάρκος μπαίνει στη δουλεία
από εφτά χρόνων παιδί, αρχικά σαν βοηθός κοντά στην μάνα του στο κλωστήριο
Δεληγιάννη στη Σύρα όπου δούλευε τότε .Για λίγο δουλεύει και μαζί με τον πατέρα
του στο πλέξιμο καλαθιών όμως πολύ γρήγορα αποκόβεται από τους γονείς του και
πέφτει "στα ξένα χέρια".Παραγιός σε μανάβικα ,μπακάλικα, χασάπικα,
εφημεριδοπώλης, λουστράκι .Θα περάσει ολόκληρη την παιδική ζωή του μέσα στην
περιπλάνηση ,τη ξυπολησιά ,τις κακουχίες ,τις αρρώστιες ,τη σκληρή δουλεία ,την
έσχατη ολική εξαθλίωση .Το σχολείο εγκαταλείπεται από την τέταρτη τάξη
δημοτικού και την κοινωνικοποίηση της προσωπικότητας του αναλαμβάνει εξ΄
ολοκλήρου ο κόσμος της αλητείας ,της κλοπής , των τυχερών παιχνιδιών και των
κακόφημων οίκων της Ερμούπολης, που αυτή την εποχή βρίσκεται σε μεγάλη άνθιση.
Χαρακτηριστική είναι η θητεία του μικρού Μάρκου σαν εφημεριδοπώλης στην
υπηρεσία κάποιου Ζούλα, τοπικού εκδότη, που είχε κάτω από την εκμετάλλευση του
καμιά τριανταριά παιδάκια ανάλογης ηλικίας. Τα έντυνε ομοιόμορφα για
διαφημιστικούς σκοπούς και τους παραχωρούσε φαγητό και ύπνο με αντάλλαγμα να
δουλεύουν γι’ αυτόν. Το υπνωτήριο εκείνο ήταν σωστό διαφθορείο, άντρο
κλεφταράδων και μυστήριων. Έτσι μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον με τις διαρκείς
εφόδους της αστυνομίας, το ξύλο απ’ τους αστυφύλακες και τις κλοτσιές και
σφαλιάρες απ’ τα αφεντικά και τους μεγάλους, τις απόπειρες ασέλγειας, τη κόπωση
από μια δουλεία δώδεκα και δεκατριών ωρών την ημέρα θα σκληρύνει και θα
ωριμάσει την προσωπικότητα του μικρού βιοπαλαιστή. Όταν σε ηλικία 13 ετών
βρίσκεται λαθρεπιβάτης για τον Πειραιά έχει αφήσει πίσω του είδη μια ζωή.
Εγκαθίσταται αρχικά στα
Ταμπούρια και πιάνει δουλεία σαν χαμάλης γαιανθρακεργατης στο λιμάνι! Μετά από
λίγο θα τον ακολουθήσει και ολόκληρη η οικογένεια. Τα εφηβικά και τα πρώτα
νεανικά του χρόνια περνούν μέσα σε συνθήκες σκληρότερης δουλειάς, χαμαλίκια στο
τελωνείο, ξεφορτωτής κατόπιν στις μαούνες και εκδορέας στα σφαγεία του Πειραιά.
Ο Μάρκος είναι ο κυριότερος
εκπρόσωπος του ρεμπέτικου όπως μας παρουσιάζεται διαμορφωμένος την δεκαετία του
30, κυρίως στον Πειραιά! Μαζί με τον Γιώργο Μπάτη ,τον Ανέστο Δελιά και τον
Στρατί Παγιουμτζή σχηματίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία που εμφανίζεται το
καλοκαίρι του 1934 στην Δραπετσώνα.
Άρχισαν να ηχογραφούν μέχρι την περίοδο της
μεταξικής δικτατορίας σε δίσκους 78 στροφών. Απ’ αυτό το σημείο και έπειτα
αρχίζει η ηχογράφηση δίσκων στην Ελλάδα. Ο Μάρκος και η κομπανία του θα
βοηθήσουν τους υπόλοιπους τραγουδιστές δίνοντας βάσεις για μια καινούργια εποχή
τραγουδιού στην Ελλάδα.
Η ζωή και η ιστορία του Γιάννη
Παπαϊωάνου είναι η μαρτυρία ενός γνήσιου λαϊκού καλλιτέχνη , ενός βάρδου της
ψυχής. Στην πολύχρονη καριέρα του πέρασε μέσα από φωτιά και σίδηρο. Είδε εποχές
δύσκολες, όχι μόνο για μουσικούς , αλλά για την Ελλάδα ολόκληρη: μικρασιατική
καταστροφή , πείνα , φτώχια , δυο παγκόσμιοι πόλεμοι , ένας εμφύλιος , κατοχή ,
δυο δικτατορίες , ξενιτιά. "τριανταπεντε χρόνια στο πάλκο , μέσα στη
vύχτα , στη βρωμιά , που έχεις να κάνεις με κάθε καρυδιάς καρύδι , από
ανθρώπους του σχοινιού και του παλουκιού μέχρι μορφωμένους λεφτάδες και βαλε ,
είδα τόσα και έζησα τόσα που δεν φτάνει όλο το χαρτί του κόσμου για να
γραφτούνε", λεει ο ίδιος στην αυτογραφία του ντόμπρα και σταράτα. Πάνω
στο πάλκο ,μέσα στην νύχτα, ο Γιάννης Παπαϊωαννου αποτύπωσε στα τραγούδια του
τις χαρές, τις λύπες , τους καημούς και τα σκιρτήματα του ελληνικού λαού
,δίνοντας μια ολόκληρη ζωή σε αυτό που ονομάζεται ελληνικό τραγούδι.
O μπάρμπα-Γιάννης όπως τον
αποκαλούν όσοι τον γνώρισαν και τον αγάπησαν ήταν ο πρωτομάστορας , ο
πρωτοπόρος που ανέδειξε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών , μουσικών και
τραγουδιστών. Τριάντα πέντε χρόνια σε σκηνές λαϊκών μαγαζιών , οχτακόσια τόσα
τραγούδια , εμφανίσεις και περιοδείες στην Ελλάδα και στην βόρειο Αμερική , και
μια πλούσια δισκογραφία μαρτυρούν την κολοσσιαία συνεισφορά του. Μερικά από τα
τραγούδια του όπως η Ψαροπούλα και η Φαληριώτισσα που βρίσκονται ακόμα στα
χείλια μας και στις καρδιές μας είναι μια ζωντανή απόδειξη της διαχρονικότητας
του έργου του , του έργου ενός μεγάλου συνθέτη.
Ο Γιάννης Παπαιωάννου
γεννήθηκε στη Κίο της Προποντίδας το 1913 της μικρά Ασίας. Δυο χρονών ορφάνεψε
από πατέρα . αυτό ήταν το πρώτο χτύπημα στη σκληρή ζωή του. Το δεύτερο χτύπημα
ήρθε μετά από μερικά χρόνια το 1922. Η φρίκη της καταστροφής και του ξεριζωμού
αποτυπώθηκε βαθιά στον 9χρονο Γιάννη , συνοδεύοντας τον σε όλη την ζωή.
Φεύγοντας από την Κιο μαζί με την μητέρα του Χρύσα και την γιαγιά του και με
μόνη περιουσία μια μαξιλαροθήκη όπου είχαν φυλαγμένα κάποια χρυσαφικά πήγαν
αρχικά στην Σαμοθράκη και τελικά κατέληξαν στον Πειραιά. Αφού αποβιβάστηκαν
στον Πειραιά πήγαν και έμειναν στις τζιτζιφιές μαζί με τους θείους τους και την
υπόλοιπη οικογένεια του.
στην δουλειά από μικρός.
Ξεκίνησε δουλεύοντας σε ένα συνεργείο και ύστερα βγήκε στις οικοδομές. Η σκληρή
βιοπάλη του απαγόρευσε να συνεχίσει το σχολείο. Φτάνουμε λοιπόν στο 1928. Ο
μπάρμπα-Γιάννης ξεκίνησε να παίζει μουσική με μια φυσαρμόνικα αλλά η σχέση του
με τη μουσική θα παρέμενε σε εκείνο το επίπεδο αν δεν ήταν το ποδόσφαιρο.
Όσο αστείο και αν φαίνεται η
μάνα του μπάρμπα-Γιάννη του πήρε ένα μαντολίνο για να μην παίζει ποδόσφαιρο
επειδή φοβόταν μην ξανατραυματιστεί όπως είχε όντως τραυματιστεί σοβαρά.
Αργότερα συνέχισε να παίζει μαντολίνο μέχρι που άκουσε το μπουζούκι. Το
τραγούδι που άλλαξε τη ζωή του μπάρμπα-Γιάννη ήταν "Το μινόρε του
τεκέ" του Γιάννη Χαλκιά. Από εκείνη την ημέρα ο Παπαιωάννου ερωτεύτηκε το
μπουζούκι και το υπηρέτησε πιστά μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Παπαιωάννου το
1953 ξεκίνησε μια περιοδεία στην Αμερική για την οποία έγινε γνωστός στους
έλληνες του εξωτερικού.
Ο Γιάννης Παπαιωάννου
σκοτώθηκε τα χαράματα της τρίτης Αυγούστου του 1972 , ώρα 5:30 το πρωί καθώς
πήγαινε στα Βασιλικά της Σαλαμίνας στο σπίτι του.
Το 1915, στα Τρίκαλα, μια
πόλη της Θεσσαλίας γεννήθηκε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Βασίλης ήταν καλός στα
γράμματα αλλά και στη μουσική. Το βιολί τον βοηθάει να βγάζει κανά χαρτζιλίκι,
ενώ ταυτόχρονα "σκαλίζει" τη μεγάλη του αγάπη, το απαγορευμένο μέχρι
πριν λίγο καιρό μπουζούκι του πατέρα του. Άρχισε να παίρνει μαθήματα βιολιού
ενώ τα σχέδια της μητέρας του Βικτορίας ήταν να γίνει ένας μεγάλος δικηγόρος.
Το 1937 κατεβαίνει στην Αθήνα
για να γίνει δικηγόρος. Το μπουζούκι το έχει μάθει καλά και αρχικά παίζει σε
ταβερνάκια, ενώ το φθινόπωρο γράφεται στη Νομική σχολή. Αρχίζει επίσης να
εργάζεται στο κέντρο "Μπιζέλια". Η πρώτη ηχογράφηση έγινε όταν ήταν
ακόμη 22 ετών: "σ΄ ένα τεκέ μπουκάρανε" και έγινε στην ΟDEON ενώ λίγο
αργότερα ηχογραφεί και το: "Να γιατί γυρνώ μες ΄στην Αθήνα". Το Μάρτη
του '38, παρουσιάζεται στο Τάγμα Τηλεγραφητών, στη Θεσσαλονίκη.
Στο στρατό γράφει πολλά
τραγούδια, ενώ ταυτόχρονα αρχίζει να καθιερώνεται επαγγελματικά. Οι πύλες των
εταιριών ανοίγουν διάπλατα, αλλά έπρεπε να κατεβαίνει στην Αθήνα για να
ηχογραφεί αφού οι εταιρίες είχαν στην πρωτεύουσα την έδρα τους. Αναγκαζόταν να
παίρνει άδειες και επειδή δεν γύριζε έγκαιρα στο στρατόπεδο βρισκόταν συχνά στο
πειθαρχείο. Μια χειμωνιάτικη βραδιά, στο πειθαρχείο όπου βρισκόταν, έγραψε την
περίφημη "Αρχόντισσα", που τραγουδά για μία εξαιρετικά όμορφη
γυναίκα, πραγματική αρχόντισσα στην ομορφιά. τη Θεσσαλονίκη γνωρίζει και τη Ζωή
Σαμαρά, με την οποία μόλις απολύεται από το στρατό, αρραβωνιάζεται.
Ο Τσιτσάνης πηγαίνει στον
πόλεμο ενώ στέλνει τη Ζωή να μείνει στα Τρίκαλα με την μητέρα του. Από τον
πόλεμο γυρίζει τραυματισμένος, παίρνει τη γυναίκα του και πηγαίνουν στη
Θεσσαλονίκη, όπου παντρεύονται. Το '46 κατεβαίνει και εγκαθίσταται στην Αθήνα.
Δουλεύει στου "Τζίμη του Χοντρού", στην οδό Αχαρνών και την περίοδο
αυτή γνωρίζεται με την Σωτηρία Μπέλλου και την Μαρίκα Νίνου. Η
εποχή της Ινδικής εισβολής στην Ελληνική μουσική βρίσκει τον Τσιτσάνη και το Γιάννη
Παπαιωάννου μαζί, φίλοι και κουμπάροι, να αντιστέκονται στη λαίλαπα.
Είχαν ξεκινήσει να τραγουδούν
μαζί το 1969, όταν ο Τσιτσάνης γύρισε από την Αμερική. Αυτό το ανεπανάληπτο
δίδυμο, σταμάτησε να τραγουδά τον Αύγουστο του 1972 με τον αναπάντεχο θάνατο
του Μπάρμπα Γιάννη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, καθώς γύριζε στο σπίτι του από
το κέντρο "Πανόραμα" στις Τζιτζιφιές. Ο Τσιτσάνης δέχτηκε μεγάλο
πλήγμα.... Τελευταίος σταθμός ήταν το "Χάραμα" στην
Καισαριανή..........το μαγαζί του Τσιτσάνη. Έτσι το έλεγαν όλοι εκείνοι που αγάπησαν
τον Βασίλη. Το 1983 η υγεία του κλονίζεται. Τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου,
το πάλκο ήταν άδειο. Χωρίς το μεγάλο δημιουργό, όλα έλειπαν. Ας ήταν η μουσική
η ίδια. Η ερμηνεία χάθηκε. Στις 18 Γενάρη του 1984 ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε
την τελευταία του πνοή.
.....Για να γράψεις τέτοια μουσική πρέπει να πονέσεις, να πεινάσεις. Σήμερα όλοι τα έχουν όλα. Οι δίσκοι μπήκαν στη βιομηχανία. Κάποτε για να γραμμοφωνήσουμε ένα τραγούδι κάναμε ένα μήνα. Σήμερα γράφουν δέκα σε μία μέρα. Όλες αυτές οι ευκολίες είναι καταστρεπτικές για το μυαλό, την ψυχή, τη φαντασία. Γράφουν ένα τραγουδάκι στο πόδι, γίνεται σουξέ και την άλλη μέρα γεμίζουν οι τσέπες τους λεφτά. Πάνε σε κέντρα και παίρνουν μεροκάματο που δεν παίρναμε εμείς σ΄ ένα μήνα. Ο τραγουδιστής δεν πρέπει να τα βλέπει όλα με κέρδος, αν θέλει να δημιουργήσει........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου